στραβομούρης

στραβομούρης
-α, -ικο, Ν
αυτός που έχει ασύμμετρο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + -μούρης (< μούρη), πρβλ. κοκκινο-μούρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραβομούρης, -α, -ικο — αυτός που δεν έχει κανονικό πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβομουριάζω — Ν [στραβομούρης] στραβομουτσουνιάζω …   Dictionary of Greek

  • στραβομούτσουνος — η, ο, Ν 1. στραβομούρης 2. αυτός που κάνει μορφασμούς δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μουτσούνα] …   Dictionary of Greek

  • στραβομούτσουνος — η, ο στραβομούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”